- πτερυγόω
- πτερῠγό-ω, dub. sens., εἰ ἐπτερύγωσεν (as cause of hoarseness) Pall. in Hp.2.183D.II [voice] Pass., fly,
πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι Sapph.32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι Sapph.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπτερυγώμεθα — πτερυγόω fly imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) πτερυγόω fly plup ind mp 1st pl πτερυγόω fly perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγωθέντα — πτερυγόω fly aor part pass neut nom/voc/acc pl πτερυγόω fly aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτερύγωμαι — πτερυγόω fly perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπτερύγωμαι — πτερυγόω fly perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπτερύγωσεν — πτερυγόω fly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγων — πτέρυξ wing fem gen pl πτερυγόω fly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πτερυγόω fly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)